rare
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | rare |
| συγκριτικός | rarer |
| υπερθετικός | rarest |
Επίθετο
rare (en)
- σπάνιος, που δεν γίνεται, δεν φαίνεται, δεν συμβαίνει κτλ. πολύ συχνά
- ↪ It’s rare for him to be late.
- Είναι σπάνιο ν' αργήσει.
- ↪ It is not a rare occurrence.
- Δεν είναι σπάνιο περιστατικό.
- ↪ Hotels are rare here.
- Τα ξενοδοχεία είναι σπάνια εδώ.
- ↪ It’s rare for him to be late.
- σπάνιος, που υπάρχει μόνο σε μικρούς αριθμούς και επομένως είναι πολύτιμο ή ενδιαφέρον
- ↪ rare books/stamps - σπάνια βιβλία/γραμματόσημα
- ↪ a man with rare abilities - άνθρωπος με σπάνιες ικανότητες
- σενιάν, πολύ λίγο ψημένος, για κρέας που ψήνεται για λίγο, ώστε το εσωτερικό να είναι ακόμα κόκκινο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.