σοσιαλίζων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοσιαλίζων
& σοσιαλίζοντας
η σοσιαλίζουσα το σοσιαλίζον
      γενική του σοσιαλίζοντος
& σοσιαλίζοντα
της σοσιαλίζουσας
& σοσιαλιζούσης*
του σοσιαλίζοντος
    αιτιατική τον σοσιαλίζοντα τη σοσιαλίζουσα το σοσιαλίζον
     κλητική σοσιαλίζων
& σοσιαλίζοντα
σοσιαλίζουσα σοσιαλίζον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοσιαλίζοντες οι σοσιαλίζουσες τα σοσιαλίζοντα
      γενική των σοσιαλιζόντων των σοσιαλιζουσών των σοσιαλιζόντων
    αιτιατική τους σοσιαλίζοντες τις σοσιαλίζουσες τα σοσιαλίζοντα
     κλητική σοσιαλίζοντες σοσιαλίζουσες σοσιαλίζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σοσιαλίζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του σοσιαλίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /so.si.aˈli.zon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σοσιαλίζων

Επίθετο

σοσιαλίζων, -ουσα, -ον

  • που πραγματοποιεί ή πράττει σοσιαλιστικές μεθόδους ή συμφωνεί με σοσιαλιστικές πολιτικές
      Δηλαδή θα πέσω έξω αν πω ότι είστε εθνικόφρων μέν, σοσιαλίζων δε στην πράξη ; (Σταύρος Π. Ψυχάρης, Οι μνηστήρες της εξουσίας στο παιχνίδι της αλήθειας, εκδ. Παπαζήση, 1977, σελ. 30)
      η καθεαυτό υπογραφή του, από το 1919 κ.ε., εμφανιζόταν ολοένα συχνότερα σε πανελληνίως υπολογίσιμα περιοδικά, όπως ο σοσιαλίζων Νουμάς ή ο πιο αισθαντικός Λόγος της Πόλης και, να, εντελώς πρόσφατα, και στην νεοτερική και νεανικότερη Μούσα (Γεώργιος Π. Σαββίδης, Τράπεζα πνευματική, 1963-1993, εκδ. Πορεία, 1994, σελ. 263)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.