σοσιαλδημοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σοσιαλδημοκρατία | οι | σοσιαλδημοκρατίες |
| γενική | της | σοσιαλδημοκρατίας | των | σοσιαλδημοκρατιών |
| αιτιατική | τη | σοσιαλδημοκρατία | τις | σοσιαλδημοκρατίες |
| κλητική | σοσιαλδημοκρατία | σοσιαλδημοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σοσιαλδημοκρατία < γερμανική Socialdemocratie
Ουσιαστικό
σοσιαλδημοκρατία θηλυκό
- η πολιτική πτέρυγα στο χώρο της κεντροαριστεράς η οποία αποτελεί τη συνέχεια εκείνων των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων του 19ου αιώνα που απέρριψαν την επανάσταση ως μέσο για την κοινωνική αλλαγή και επιδιώκει ένα δημοκρατικό κράτος πρόνοιας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σοσιαλδημοκρατία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.