εισόδημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εισόδημα τα εισοδήματα
      γενική του εισοδήματος των εισοδημάτων
    αιτιατική το εισόδημα τα εισοδήματα
     κλητική εισόδημα εισοδήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εισόδημα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική εἰσόδημα < ελληνιστική κοινή εἰσοδεύω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈso.ði.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εισόδημα

Ουσιαστικό

εισόδημα ουδέτερο

  • τα χρήματα που αποκτά κάποιος από εργασία, μίσθωση, καταθέσεις ή άλλη πηγή και συνήθως φορολογείται
      Όταν γύρισε με την οικογένειά του στην Αθήνα πίστευε πως τα εισοδήματα από τα ακίνητα που είχε αγοράσει θα του φτάνανε να ζήσει άνετα (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.