σοσιαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σοσιαλιστικός | η | σοσιαλιστική | το | σοσιαλιστικό |
| γενική | του | σοσιαλιστικού | της | σοσιαλιστικής | του | σοσιαλιστικού |
| αιτιατική | τον | σοσιαλιστικό | τη | σοσιαλιστική | το | σοσιαλιστικό |
| κλητική | σοσιαλιστικέ | σοσιαλιστική | σοσιαλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σοσιαλιστικοί | οι | σοσιαλιστικές | τα | σοσιαλιστικά |
| γενική | των | σοσιαλιστικών | των | σοσιαλιστικών | των | σοσιαλιστικών |
| αιτιατική | τους | σοσιαλιστικούς | τις | σοσιαλιστικές | τα | σοσιαλιστικά |
| κλητική | σοσιαλιστικοί | σοσιαλιστικές | σοσιαλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σοσιαλιστικός < σοσιαλιστής + -ικός
Επίθετο
σοσιαλιστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στους σοσιαλιστές και το σοσιαλισμό
- σοσιαλιστικό κόμμα, σοσιαλιστική δημοκρατία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.