Εμπειρίκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Εμπειρίκος οι Εμπειρίκοι
      γενική του Εμπειρίκου των Εμπειρίκων
    αιτιατική τον Εμπειρίκο τους Εμπειρίκους
     κλητική Εμπειρίκο Εμπειρίκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Εμπειρίκος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Εμπειρίκος αρσενικό (θηλυκό Εμπειρίκου)

Παράγωγα

  • Μπειρικέικα (τοπωνύμιο)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.