Εμπειρίκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Εμπειρίκος | οι | Εμπειρίκοι |
| γενική | του | Εμπειρίκου | των | Εμπειρίκων |
| αιτιατική | τον | Εμπειρίκο | τους | Εμπειρίκους |
| κλητική | Εμπειρίκο | Εμπειρίκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Εμπειρίκος < → λείπει η ετυμολογία
- Μπειρίκος ή Μπιρίκος (προγενέστερες)
Παράγωγα
- Μπειρικέικα (τοπωνύμιο)
-
Ανδρέας Εμπειρίκος στη Βικιπαίδεια
(1901-1975), Έλληνας υπερρεαλιστής ποιητής -
Οικογένεια Εμπειρίκου στη Βικιπαίδεια
, σημαντική ελληνική εφοπλιστική οικογένεια από την Άνδρο
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Empirikos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.