κυανόχρους
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κυανόχρους < → δείτε τη λέξη κυανόχροος με -χρους
Κλίση
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κυανόχροος > κυανόχρους | τὸ | κυανόχροον > κυανόχρουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | κυανοχρόου > κυανόχρου | τοῦ | κυανοχρόου > κυανόχρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | κυανοχρόῳ > κυανόχρῳ | τῷ | κυανοχρόῳ > κυανόχρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κυανόχροον > κυανόχρουν | τὸ | κυανόχροον > κυανόχρουν | ||
| κλητική ὦ! | κυανόχροε > κυανόχρους | κυανόχροον > κυανόχρουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κυανόχροοι > κυανόχροι | τὰ | κυανόχροᾰ > κυανόχροᾰ | ||
| γενική | τῶν | κυανοχρόων > κυανόχρων | τῶν | κυανοχρόων > κυανόχρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | κυανοχρόοις > κυανόχροις | τοῖς | κυανοχρόοις > κυανόχροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | κυανοχρόους > κυανόχρους | τὰ | κυανόχροᾰ > κυανόχροᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κυανόχροοι > κυανόχροι | κυανόχροᾰ > κυανόχροᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυανοχρόω > κυανόχρω | τὼ | κυανοχρόω > κυανόχρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κυανοχρόοιν > κυανόχροιν | τοῖν | κυανοχρόοιν > κυανόχροιν | ||
| Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
| 2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- κυανόχρους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.