γκοφρέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γκοφρέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική gaufré [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡoˈfɾe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκο‐φρέ
Επίθετο
γκοφρέ άκλιτο
- ανάγλυφος, που έχει ανάγλυφη επιφάνεια
- ↪ χρειάζομαι για τη χειροτεχνία μου ένα γκοφρέ χαρτί
- (για τεχνική, ουσιαστικοποιημένο) τεχνική διεργασία ώστε να αποτυπωθούν σε υλικό ανάγλυφα σχήματα και σχέδια· αναγλυφοτυπία
- ↪ γκοφρέ (embossing). Το αντίστροφο αποτέλεσμα της εσώγλυφης εκτύπωσης ( από το διαδίκτυο, 2021)
Συγγενικά
Αναφορές
- γκοφρέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.