χρώς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         ενικός     πληθυντικός  
χρωτ-
επικοί τύποι χροο-
ονομαστική χρώς οἱ χρῶτες
      γενική τοῦ χρωτός χροός τῶν χρωτῶν
      δοτική τῷ χρωτῐ́ χροΐ τοῖς χρωσῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν χρῶτ
& χρῷ*
χρό τοὺς χρῶτᾰς
     κλητική ! χρώς χρῶτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρῶτε
γεν-δοτ τοῖν  χρωτοῖν
*Και δοτική ενικού κατά τα αττικόκλιτα της 2ης κλίσης (ετερόκλιτο) στη φράση «ἐν χρῷ
3η κλίση, Κατηγορία 'θής' όπως «θής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρώς <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

χρώς αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα)επιφάνεια του σώματος, επιδερμίδα, δέρμα
    1. (συνεκδοχικά) σάρκα
    2. (συνεκδοχικά) σώμα
  2. χροιά
  3. το χρώμα της επιδερμίδας

Συγγενικά

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Σύνθετα

Εκφράσεις

(Χρειάζεται να μεταφθερούν στα λήμματα εκφράσεων)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.