σοβινισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοβινισμός οι σοβινισμοί
      γενική του σοβινισμού των σοβινισμών
    αιτιατική τον σοβινισμό τους σοβινισμούς
     κλητική σοβινισμέ σοβινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοβινισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική chauvinisme[1] < chauvin < Nicolas Chauvin (Νικολά Σωβέν) (ανθρωπωνύμιο)

Ουσιαστικό

σοβινισμός αρσενικό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.