σοβινισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σοβινισμός | οι | σοβινισμοί |
| γενική | του | σοβινισμού | των | σοβινισμών |
| αιτιατική | τον | σοβινισμό | τους | σοβινισμούς |
| κλητική | σοβινισμέ | σοβινισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σοβινισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική chauvinisme[1] < chauvin < Nicolas Chauvin (Νικολά Σωβέν) (ανθρωπωνύμιο)
Ουσιαστικό
σοβινισμός αρσενικό
- υπερβολική και άκρατη φιλοπατρία που εκδηλώνεται με μισαλλοδοξία και επιθετικότητα προς άλλους λαούς
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- εθνικοσοσιαλισμός
- εξτρεμισμός
- ζντανοφισμός
- ιμπεριαλισμός
- κανταφισμός
- μεγαλοϊδεατισμός
- νασσερισμός
- παναραβισμός
- πανγερμανισμός
- πανσλαβισμός
- παντουρκισμός
- φασισμός
- χιτλερισμός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σοβινισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.