πανσλαβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πανσλαβισμός | οι | πανσλαβισμοί |
| γενική | του | πανσλαβισμού | των | πανσλαβισμών |
| αιτιατική | τον | πανσλαβισμό | τους | πανσλαβισμούς |
| κλητική | πανσλαβισμέ | πανσλαβισμοί | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πανσλαβισμός αρσενικό
- πολιτικό δόγμα που τονίζει τα κοινά στοιχεία των σλαβικών λαών και επιδιώκει την ένωσή τους και επομένως την αύξηση της ισχύος τους
Μεταφράσεις
πανσλαβισμός
|
- πανσλαβισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.