παναραβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παναραβισμός | οι | παναραβισμοί |
| γενική | του | παναραβισμού | των | παναραβισμών |
| αιτιατική | τον | παναραβισμό | τους | παναραβισμούς |
| κλητική | παναραβισμέ | παναραβισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παναραβισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική panarabisme[1], παν- + Άραβ(ας) + -ισμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.na.ɾa.viˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐να‐ρα‐βι‐σμός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παναραβισμός
Αναφορές
- παναραβισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.