παναραβισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παναραβισμός οι παναραβισμοί
      γενική του παναραβισμού των παναραβισμών
    αιτιατική τον παναραβισμό τους παναραβισμούς
     κλητική παναραβισμέ παναραβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παναραβισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική panarabisme[1], παν- + Άραβ(ας) + -ισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.na.ɾa.viˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παναραβισμός

Ουσιαστικό

παναραβισμός αρσενικό

  • (πολιτική) η ιδέα της ένωσης όλων των Αράβων σε ένα κράτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.