επιθετικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιθετικότητα οι επιθετικότητες
      γενική της επιθετικότητας των επιθετικοτήτων
    αιτιατική την επιθετικότητα τις επιθετικότητες
     κλητική επιθετικότητα επιθετικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιθετικότητα < επιθετικός + -ότητα

Ουσιαστικό

επιθετικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.