κανταφισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κανταφισμός | οι | κανταφισμοί |
| γενική | του | κανταφισμού | των | κανταφισμών |
| αιτιατική | τον | κανταφισμό | τους | κανταφισμούς |
| κλητική | κανταφισμέ | κανταφισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κανταφισμός < (ανθρωπωνυμικό) Καντάφι + -ισμός
Μεταφράσεις
κανταφισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.