κανταφισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανταφισμός οι κανταφισμοί
      γενική του κανταφισμού των κανταφισμών
    αιτιατική τον κανταφισμό τους κανταφισμούς
     κλητική κανταφισμέ κανταφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κανταφισμός < (ανθρωπωνυμικό) Καντάφι + -ισμός

Ουσιαστικό

κανταφισμός αρσενικό

  • (πολιτική): η πολιτική ιδεολογία και πρακτική του Καντάφι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.