μεγαλοϊδεατισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαλοϊδεατισμός οι μεγαλοϊδεατισμοί
      γενική του μεγαλοϊδεατισμού των μεγαλοϊδεατισμών
    αιτιατική τον μεγαλοϊδεατισμό τους μεγαλοϊδεατισμούς
     κλητική μεγαλοϊδεατισμέ μεγαλοϊδεατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαλοϊδεατισμός < μεγαλοϊδεάτ(ης) + -ισμός < Μεγάλη Ιδέα [1]

Ουσιαστικό

μεγαλοϊδεατισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.