εθνικοσοσιαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εθνικοσοσιαλισμός | οι | εθνικοσοσιαλισμοί |
| γενική | του | εθνικοσοσιαλισμού | των | εθνικοσοσιαλισμών |
| αιτιατική | τον | εθνικοσοσιαλισμό | τους | εθνικοσοσιαλισμούς |
| κλητική | εθνικοσοσιαλισμέ | εθνικοσοσιαλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εθνικοσοσιαλισμός < εθνικός + -ο- + σοσιαλισμός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Nationalsozialismus
Ουσιαστικό
εθνικοσοσιαλισμός αρσενικό
- (πολιτική, ιστορία) πολιτική ιδεολογία και πρακτική με χαρακτηριστικά εθνικιστικά, αντιδημοκρατικά, ρατσιστικά και αντισημιτικά, που επιδιώκει την εγκαθίδρυση ολοκληρωτικού καθεστώτος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- εθνικοσοσιαλιστής
- εθνικοσοσιαλιστικά
- εθνικοσοσιαλιστικός
- εθνικοσοσιαλίστρια
- → δείτε τις λέξεις έθνος και σοσιαλισμός
Μεταφράσεις
εθνικοσοσιαλισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.