διεθνισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διεθνισμός οι διεθνισμοί
      γενική του διεθνισμού των διεθνισμών
    αιτιατική τον διεθνισμό τους διεθνισμούς
     κλητική διεθνισμέ διεθνισμοί
Συνήως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διεθνισμός < διεθν(ής) + -ισμός (δι- (δια-) + έθν(ος) + -ισμός) <

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.e.θniˈzmos/ & /ði̯e.θniˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διεθνισμός

Ουσιαστικό

διεθνισμός αρσενικό

  1. (πολιτική)
     αντώνυμα: εθνικισμός
    1. (γενικότερα) αντίληψη που υποστηρίζει την υπέρβαση των εθνικών διαφορών και προτάσσει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών και των λαών
    2. (ειδικότερα) το δόγμα της μαρξιστικής ιδεολογίας για την ένωση των λαών, την κατάργηση των συνόρων
  2. (γλωσσολογία) η χρήση των ίδιων λέξεων σε διάφορες γλώσσες με την ίδια ή παρόμοια σημασία (όπως κουλτούρα, αστροναύτης)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη έθνος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. διεθνισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.