συγκροτημένος
→ δείτε τη λέξη συγκροτώ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συγκροτημένος | η | συγκροτημένη | το | συγκροτημένο |
| γενική | του | συγκροτημένου | της | συγκροτημένης | του | συγκροτημένου |
| αιτιατική | τον | συγκροτημένο | τη | συγκροτημένη | το | συγκροτημένο |
| κλητική | συγκροτημένε | συγκροτημένη | συγκροτημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συγκροτημένοι | οι | συγκροτημένες | τα | συγκροτημένα |
| γενική | των | συγκροτημένων | των | συγκροτημένων | των | συγκροτημένων |
| αιτιατική | τους | συγκροτημένους | τις | συγκροτημένες | τα | συγκροτημένα |
| κλητική | συγκροτημένοι | συγκροτημένες | συγκροτημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συγκροτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκροτώ
Μετοχή
συγκροτημένος, -η, -ο
- που έχει οργανωθεί-συγκροτηθεί (συνήθως θετική σημασία)
- συνετός, συνεπής, επιμελής κι αυτοσυγκρατημένος
- που έχει ανεπτυγμένη προσαγώγια έλικα
- συνιστάμενος, συντεθειμένος
Μεταφράσεις
συγκροτημένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.