σκοπίμως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκοπίμως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σκοπίμως < (ελληνιστική κοινή) σκόπιμος. Συγχρονικά αναλύεται σε σκόπιμ(ος) + -ως.

Επίρρημα

σκοπίμως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.