προμελετημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προμελετημένος | η | προμελετημένη | το | προμελετημένο |
| γενική | του | προμελετημένου | της | προμελετημένης | του | προμελετημένου |
| αιτιατική | τον | προμελετημένο | την | προμελετημένη | το | προμελετημένο |
| κλητική | προμελετημένε | προμελετημένη | προμελετημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προμελετημένοι | οι | προμελετημένες | τα | προμελετημένα |
| γενική | των | προμελετημένων | των | προμελετημένων | των | προμελετημένων |
| αιτιατική | τους | προμελετημένους | τις | προμελετημένες | τα | προμελετημένα |
| κλητική | προμελετημένοι | προμελετημένες | προμελετημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προμελετημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου προμελετώ
Αντώνυμα
Συγγενικά
- προμελετημένα
- → δείτε τη λέξη προμελετώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.