-άδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -άδι | τα | -άδια |
| γενική | του | -αδιού | των | -αδιών |
| αιτιατική | το | -άδι | τα | -άδια |
| κλητική | -άδι | -άδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -άδι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -άδιον (με απώλεια της σμικρυντικής σημασίας)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ά‐δι
Επίθημα
-άδι
- επίθημα μετεπιθετικών ουδέτερων ουσιαστικών στα οποία περιέχεται αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη
- επίθημα μετουσιαστικών ουδέτερων ουσιαστικών που δημιουργούν άλλο τύπο της λέξης, συνήθως πιο εξειδικευμένο
- (λαϊκότροπο) επίθημα που δημιουργεί ουδέτερα ουσιαστικά από ρήματα, δηλώνοντας είτε αυτό που απομένει μετά από την ενέργεια του ρήματος
Αναφορές
- "-άδι" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.