-άδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -άδι τα -άδια
      γενική του -αδιού των -αδιών
    αιτιατική το -άδι τα -άδια
     κλητική -άδι -άδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-άδι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -άδιον (με απώλεια της σμικρυντικής σημασίας)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι

Επίθημα

-άδι

  1. επίθημα μετεπιθετικών ουδέτερων ουσιαστικών στα οποία περιέχεται αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη
  2. επίθημα μετουσιαστικών ουδέτερων ουσιαστικών που δημιουργούν άλλο τύπο της λέξης, συνήθως πιο εξειδικευμένο
  3. (λαϊκότροπο) επίθημα που δημιουργεί ουδέτερα ουσιαστικά από ρήματα, δηλώνοντας είτε αυτό που απομένει μετά από την ενέργεια του ρήματος

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.