κανένας

Νέα ελληνικά (el)

κε πτώσεις ενικός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική κανείς και κανένας καμία και καμιά κανένα
γενική κανενός καμίας και καμιάς κανενός
αιτιατική κανέναν και κανένα καμία και καμιά (και καμιάν και καμίαν) κανένα

Ετυμολογία

κανένας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κανένας/κανείς < αρχαία ελληνική κἄν + εἷς

Αντωνυμία

κανένας/κανείς, καμία/καμιά, κανένα (αόριστη αντωνυμία)

  1. ούτε ένας
    τελικά κανένας δε φταίει
     αντώνυμα:
    ένας, κάποιος
  2. κάποιος
    φέρε κανέναν υδραυλικό να το φτιάξει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.