κανένας
Νέα ελληνικά (el)
| κε πτώσεις | ενικός | ||
|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο |
| ονομαστική | κανείς και κανένας | καμία και καμιά | κανένα |
| γενική | κανενός | καμίας και καμιάς | κανενός |
| αιτιατική | κανέναν και κανένα | καμία και καμιά (και καμιάν και καμίαν) | κανένα |
Ετυμολογία
- κανένας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κανένας/κανείς < αρχαία ελληνική κἄν + εἷς
Αντωνυμία
- θηλυκό: και παρωχημένη γραφή: καμμία/καμμιά
Μεταφράσεις
ούτε ένας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.