σιωπηρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σιωπηρός | η | σιωπηρή | το | σιωπηρό |
| γενική | του | σιωπηρού | της | σιωπηρής | του | σιωπηρού |
| αιτιατική | τον | σιωπηρό | τη | σιωπηρή | το | σιωπηρό |
| κλητική | σιωπηρέ | σιωπηρή | σιωπηρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σιωπηροί | οι | σιωπηρές | τα | σιωπηρά |
| γενική | των | σιωπηρών | των | σιωπηρών | των | σιωπηρών |
| αιτιατική | τους | σιωπηρούς | τις | σιωπηρές | τα | σιωπηρά |
| κλητική | σιωπηροί | σιωπηρές | σιωπηρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σιωπηρός < αρχαία ελληνική σιωπηρός « σιωπάω-σιωπῶ
Επίθετο
σιωπηρός
- που σιωπά, που δε μιλάει πολύ ή δε μιλάει σχεδόν καθόλου
- που γίνεται χωρίς θόρυβο
- σιωπηρός πόλεμος
- σιωπηρός θάνατος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.