αποβίβαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποβίβαση οι αποβιβάσεις
      γενική της αποβίβασης* των αποβιβάσεων
    αιτιατική την αποβίβαση τις αποβιβάσεις
     κλητική αποβίβαση αποβιβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποβιβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποβίβαση < αποβιβάζω + -ση

Ουσιαστικό

αποβίβαση θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.