σιδηροδρομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σιδηροδρομικός | η | σιδηροδρομική | το | σιδηροδρομικό |
| γενική | του | σιδηροδρομικού | της | σιδηροδρομικής | του | σιδηροδρομικού |
| αιτιατική | τον | σιδηροδρομικό | τη | σιδηροδρομική | το | σιδηροδρομικό |
| κλητική | σιδηροδρομικέ | σιδηροδρομική | σιδηροδρομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σιδηροδρομικοί | οι | σιδηροδρομικές | τα | σιδηροδρομικά |
| γενική | των | σιδηροδρομικών | των | σιδηροδρομικών | των | σιδηροδρομικών |
| αιτιατική | τους | σιδηροδρομικούς | τις | σιδηροδρομικές | τα | σιδηροδρομικά |
| κλητική | σιδηροδρομικοί | σιδηροδρομικές | σιδηροδρομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σιδηροδρομικός < σιδηρόδρομος + -ικός
Επίθετο
σιδηροδρομικός, -ή, -ό
- σχετικός με το σιδηρόδρομο
- σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, σιδηροδρομική γραμμή
Παράγωγα
Πολυλεκτικοί όροι
- σιδηροδρομική γραμμή
- σιδηροδρομικός σταθμός
Μεταφράσεις
σιδηροδρομικός
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σιδηροδρομικός | οι | σιδηροδρομικοί |
| γενική | του | σιδηροδρομικού | των | σιδηροδρομικών |
| αιτιατική | τον | σιδηροδρομικό | τους | σιδηροδρομικούς |
| κλητική | σιδηροδρομικέ | σιδηροδρομικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιδηροδρομικός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου σιδηροδρομικός
Μεταφράσεις
σιδηροδρομικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.