επιβίβαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιβίβαση οι επιβιβάσεις
      γενική της επιβίβασης* των επιβιβάσεων
    αιτιατική την επιβίβαση τις επιβιβάσεις
     κλητική επιβίβαση επιβιβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιβιβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιβίβαση < επιβιβάζω + -ση

Ουσιαστικό

επιβίβαση θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.