σακάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σακάκι | τα | σακάκια |
| γενική | του | σακακιού | των | σακακιών |
| αιτιατική | το | σακάκι | τα | σακάκια |
| κλητική | σακάκι | σακάκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γκρίζο σακάκι με τζιν και λευκό πουκάμισο
Ετυμολογία
- σακάκι < σάκος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
σακάκι ουδέτερο
- (ενδυμασία) ένδυμα που καλύπτει τον κορμό και τα χέρια και κουμπώνει μπροστά
- ※ Οι πιέτες και οι τσέπες κατηργήθηκαν, σακάκια, φούστες και παντελόνια κόντυναν, φερμουάρ, κουμπιά και γαρνιτούρες σχεδόν καταργήθηκαν (Ζέφη Κόλλια, Βελονιές της πρωτοπορίας, κεφάλαιο: Λονδίνο, Civilian clothing 1941, τα ρούχα των βομβαρδισμών, 2023)
Μεταφράσεις
σακάκι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.