σακάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σακάκι τα σακάκια
      γενική του σακακιού των σακακιών
    αιτιατική το σακάκι τα σακάκια
     κλητική σακάκι σακάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γκρίζο σακάκι με τζιν και λευκό πουκάμισο

Ετυμολογία

σακάκι < σάκος + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

σακάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.