συνονθύλευμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συνονθύλευμα | τα | συνονθυλεύματα |
| γενική | του | συνονθυλεύματος | των | συνονθυλευμάτων |
| αιτιατική | το | συνονθύλευμα | τα | συνονθυλεύματα |
| κλητική | συνονθύλευμα | συνονθυλεύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνονθύλευμα < συν- + ελληνιστική κοινή ὀνθυλεύ(ω) + -μα [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.nonˈθi.lev.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νον‐θύ‐λευ‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ον‐θύ‐λευ‐μα
Ουσιαστικό
συνονθύλευμα ουδέτερο
- μείγμα, ανομοιογενές σύνολο από ετερόκλητα πράγματα
- ※ Εντάξει , αλλά με ποιους ; Είναι εύκολο να ξεδιαλέξεις δέκα, δώδεκα παίκτες μέσα σ' αυτό το συνονθύλευμα της σπαρίλας και της χαβαλεδοσύνης; Τελικά βρέθηκαν μερικοί, ανάμεσά τους κι εγώ, που ξέραμε μέσες άκρες πώς να σταθούμε... (Αλμπέρτος Ναρ, Σε αναζήτηση ύφους, Εκδόσεις Νεφέλη, 1997, σελ. 31)
Αναφορές
- συνονθύλευμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.