υπόκοσμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπόκοσμος | οι | υπόκοσμοι |
| γενική | του | υπόκοσμου & υποκόσμου |
των | υπόκοσμων & υποκόσμων |
| αιτιατική | τον | υπόκοσμο | τους | υπόκοσμους & υποκόσμους |
| κλητική | υπόκοσμε | υπόκοσμοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπόκοσμος < υπό- + κόσμος (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική underworld
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈpo.ko.zmos/
Ουσιαστικό
υπόκοσμος αρσενικό
- ο κόσμος που λειτουργεί με παραβατική ή παράνομη συμπεριφορά, συνήθως ζώντας στο περιθώριο της κοινωνίας
- άνθρωπος του υποκόσμου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.