συναπάντημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συναπάντημα | τα | συναπαντήματα |
| γενική | του | συναπαντήματος | των | συναπαντημάτων |
| αιτιατική | το | συναπάντημα | τα | συναπαντήματα |
| κλητική | συναπάντημα | συναπαντήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
συναπάντημα ουδέτερο -δεν είναι δόκιμο στη γενική και στον πληθυντικό
- η τυχαία και συνήθως μάλλον δυσάρεστη συνάντηση
- είχαμε ένα κακό συναπάντημα
Εκφράσεις
- Η Σάρα, η Μάρα και το κακό συναπάντημα
Αναφορές
- σελ. 952, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.