μάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μάρα | οι | μάρες |
| γενική | της | μάρας | — | |
| αιτιατική | τη | μάρα | τις | μάρες |
| κλητική | μάρα | μάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάρα < μαραίνω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < αρχαία ελληνική μαραίνω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μαραίνω
Εκφράσεις
- η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα: (μειωτικό) (ειρωνικό) μειωτικός χαρακτηρισμός ενός πλήθους ανεπιθύμητων ενοχλητικών ανθρώπων που συναντά κάποιος ή πρόκειται να συναντήσει
- άρες μάρες (κουκουνάρες): ασυναρτησίες, ανοησίες, ασύντακτος λόγος
- Ἄρες μάρες πιά, Μοῦσα, μὴν ψάλλῃς, / καιρὸς εἶναι τὰ μέτρα ν' ἀφήσῃς, / ἔλα γνῶσι ὀλίγη νὰ βάλῃς, / καὶ μὲ κόσμο καὶ ὕλη νὰ ζήσῃς. (Γεώργιος Σουρής, Ύλη)
- άρα, μάρα: έκφραση για να δηλώσουμε την αδιαφορία μας
Μεταφράσεις
μάρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.