όχλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | όχλος | οι | όχλοι |
| γενική | του | όχλου | των | όχλων |
| αιτιατική | τον | όχλο | τους | όχλους |
| κλητική | όχλε | όχλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όχλος < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.