ρυθμιστήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρυθμιστήρας οι ρυθμιστήρες
      γενική του ρυθμιστήρα των ρυθμιστήρων
    αιτιατική τον ρυθμιστήρα τους ρυθμιστήρες
     κλητική ρυθμιστήρα ρυθμιστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρυθμιστήρας < (καθαρεύουσα) ρυθμιστήρ < ρυθμίζω + -τήρ < αρχαία ελληνική ῥυθμίζω < ῥυθμός < ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srew (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική régulateur)

Ουσιαστικό

ρυθμιστήρας αρσενικό

  1. μηχανισμός ή όργανο για τη ρύθμιση της καλής λειτουργίας μιας μηχανής
     συνώνυμα: ρυθμιστής
  2. (στρατιωτικός όρος) όργανο για τη ρύθμιση των πυροσωλήνων από τους οποίους εκτοξεύονται οι οβίδες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.