πυροσωλήνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πυροσωλήνας | οι | πυροσωλήνες |
| γενική | του | πυροσωλήνα | των | πυροσωλήνων |
| αιτιατική | τον | πυροσωλήνα | τους | πυροσωλήνες |
| κλητική | πυροσωλήνα | πυροσωλήνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πυροσωλήνας αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) κατασκευή / μηχανισμός για την πυροδότηση και εκτόξευση βλημάτων
-
πυροσωλήνας στη Βικιπαίδεια

- μπαζούκα / μπαζούκας
Πηγές
- πυροσωλήνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυροσωλήνας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πυροσωλήνας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.