οβίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οβίδα | οι | οβίδες |
| γενική | της | οβίδας | των | οβίδων |
| αιτιατική | την | οβίδα | τις | οβίδες |
| κλητική | οβίδα | οβίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οβίδα < (καθαρεύουσα) οβίς < γαλλική obus < γερμανική Haubitze < τσεχική houfnice < houf < πρωτογερμανική *haupaz < *hauppaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kouHp-nó-
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈvi.ða/
Ουσιαστικό
οβίδα θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.