ρουφάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρουφάω < ρουφ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ῥουφῶ < αρχαία ελληνική ῥοφῶ, συνηρημένος τύπος του ῥοφέω / ῥοφάω πρωτοελληνική *hropʰéyō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srebʰ- (ρουφώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾuˈfa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐φά‐ω
Ρήμα
ρουφάω/ρουφώ, πρτ.: ρουφούσα/ρούφαγα, αόρ.: ρούφηξα, παθ.φωνή: ρουφιέμαι, π.αόρ.: ρουφήχτηκα, μτχ.π.π.: ρουφηγμένος
Συγγενικά
- αιματορούφης
- αναρούφημα
- αναρουφάω / αναρουφώ, αναρουφιέμαι
- ανεμορούφουλας
- απορουφώ
- αργορουφώ
- αρούφηχτος, αρούφηκτος
- μονορούφι
- ρούφηγμα
- ρουφηγμένος
- ρουφημένος
- ρουφηξιά
- ρουφητός
- ρουφηχτά (επίρρημα)
- ρουφηχτός
- ρουφήχτρα
- ρούφουλας
- σιγορουφάω / σιγορουφώ, σιγορουφιέμαι
- με ροφ- → δείτε τις λέξεις απορροφώ, απορρόφηση, αναρροφώ και αναρρόφηση
Εκφράσεις
- ρούφα τ' αβγό σου
- ρουφάω το αίμα (κάποιου)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ρουφώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ρουφώ, -άω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.