αναρροφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναρροφώ < αρχαία ελληνική ἀναρροφέω / ἀναρροφῶ
Συγγενικά
- αναρρόφημα
- αναρρόφηση
- αναρροφητήρας
- αναρροφητής
- αναρροφητικά
- αναρροφητικός
- → δείτε τη λέξη ρουφώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναρροφώ | αναρροφούσα | θα αναρροφώ | να αναρροφώ | αναρροφώντας | |
| β' ενικ. | αναρροφείς | αναρροφούσες | θα αναρροφείς | να αναρροφείς | (αναρρόφει) | |
| γ' ενικ. | αναρροφεί | αναρροφούσε | θα αναρροφεί | να αναρροφεί | ||
| α' πληθ. | αναρροφούμε | αναρροφούσαμε | θα αναρροφούμε | να αναρροφούμε | ||
| β' πληθ. | αναρροφείτε | αναρροφούσατε | θα αναρροφείτε | να αναρροφείτε | αναρροφείτε | |
| γ' πληθ. | αναρροφούν(ε) | αναρροφούσαν(ε) | θα αναρροφούν(ε) | να αναρροφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναρρόφησα | θα αναρροφήσω | να αναρροφήσω | αναρροφήσει | ||
| β' ενικ. | αναρρόφησες | θα αναρροφήσεις | να αναρροφήσεις | αναρρόφησε | ||
| γ' ενικ. | αναρρόφησε | θα αναρροφήσει | να αναρροφήσει | |||
| α' πληθ. | αναρροφήσαμε | θα αναρροφήσουμε | να αναρροφήσουμε | |||
| β' πληθ. | αναρροφήσατε | θα αναρροφήσετε | να αναρροφήσετε | αναρροφήστε | ||
| γ' πληθ. | αναρρόφησαν αναρροφήσαν(ε) |
θα αναρροφήσουν(ε) | να αναρροφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναρροφήσει | είχα αναρροφήσει | θα έχω αναρροφήσει | να έχω αναρροφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναρροφήσει | είχες αναρροφήσει | θα έχεις αναρροφήσει | να έχεις αναρροφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναρροφήσει | είχε αναρροφήσει | θα έχει αναρροφήσει | να έχει αναρροφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναρροφήσει | είχαμε αναρροφήσει | θα έχουμε αναρροφήσει | να έχουμε αναρροφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναρροφήσει | είχατε αναρροφήσει | θα έχετε αναρροφήσει | να έχετε αναρροφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναρροφήσει | είχαν αναρροφήσει | θα έχουν αναρροφήσει | να έχουν αναρροφήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.