ρούφουλας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρούφουλας οι ρούφουλες
      γενική του ρούφουλα των ρούφουλων
    αιτιατική τον ρούφουλα τους ρούφουλες
     κλητική ρούφουλα ρούφουλες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρούφουλας < ρέφουλα + -ας (παρετυμολογικά από το ρουφώ)

Ουσιαστικό

ρούφουλας αρσενικό

  1. (ιδιωματικό, λαϊκότροπο, άνεμος) ανεμοστρόβιλος
  2. (ιδιωματικό, λαϊκότροπο) ρουφήχτρα (σε υδάτινο περιβάλλον)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.