αρούφηχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρούφηχτος | η | αρούφηχτη | το | αρούφηχτο |
| γενική | του | αρούφηχτου | της | αρούφηχτης | του | αρούφηχτου |
| αιτιατική | τον | αρούφηχτο | την | αρούφηχτη | το | αρούφηχτο |
| κλητική | αρούφηχτε | αρούφηχτη | αρούφηχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρούφηχτοι | οι | αρούφηχτες | τα | αρούφηχτα |
| γενική | των | αρούφηχτων | των | αρούφηχτων | των | αρούφηχτων |
| αιτιατική | τους | αρούφηχτους | τις | αρούφηχτες | τα | αρούφηχτα |
| κλητική | αρούφηχτοι | αρούφηχτες | αρούφηχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρουφώ
Μεταφράσεις
αρούφηχτος
|
|
Αναφορές
- αρούφηχτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.