ρουφηγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρουφηγμένος | η | ρουφηγμένη | το | ρουφηγμένο |
| γενική | του | ρουφηγμένου | της | ρουφηγμένης | του | ρουφηγμένου |
| αιτιατική | τον | ρουφηγμένο | τη | ρουφηγμένη | το | ρουφηγμένο |
| κλητική | ρουφηγμένε | ρουφηγμένη | ρουφηγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρουφηγμένοι | οι | ρουφηγμένες | τα | ρουφηγμένα |
| γενική | των | ρουφηγμένων | των | ρουφηγμένων | των | ρουφηγμένων |
| αιτιατική | τους | ρουφηγμένους | τις | ρουφηγμένες | τα | ρουφηγμένα |
| κλητική | ρουφηγμένοι | ρουφηγμένες | ρουφηγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρουφηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρουφώ
Μεταφράσεις
ρουφηγμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.