ρετσίνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρετσίνι | τα | ρετσίνια |
| γενική | του | ρετσινιού | των | ρετσινιών |
| αιτιατική | το | ρετσίνι | τα | ρετσίνια |
| κλητική | ρετσίνι | ρετσίνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ρετσίνι
Ετυμολογία
- ρετσίνι < μετάπλαση για τη μεσαιωνική ελληνική ρετσίνη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾeˈt͡si.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐τσί‐νι
Ουσιαστικό
ρετσίνι ουδέτερο
- κολλώδης και ημιδιάφανη αρωματική ουσία με κιτρινωπό ή κεχριμπαρένιο χρώμα, που εκκρίνεται από ορισμένα δέντρα, κυρίως από το πεύκο, στα σημεία που υπάρχουν φυσικά ή τεχνητά ανοίγματα
- η παραπάνω ουσία που, μετά από ειδική επεξεργασία, χρησιμοποιείται στην παρασκευή βερνικιών και λούστρων· με αυτήν, επίσης, επαλείφονται τα τόξα των έγχορδων οργάνων
Συγγενικά
- αρετσίνωτο
- αρετσίνωτος
- ρετσίνα
- ρετσινάς
- ρετσινάτος
- ρετσινιά
- ρετσινόκολλα
- ρετσινόλαδο
- ρετσινώνω
- → δείτε και τη λέξη ρητίνη
Μεταφράσεις
ρετσίνι
- ρετσίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.