αρετσίνωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρετσίνωτος | η | αρετσίνωτη | το | αρετσίνωτο |
| γενική | του | αρετσίνωτου | της | αρετσίνωτης | του | αρετσίνωτου |
| αιτιατική | τον | αρετσίνωτο | την | αρετσίνωτη | το | αρετσίνωτο |
| κλητική | αρετσίνωτε | αρετσίνωτη | αρετσίνωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρετσίνωτοι | οι | αρετσίνωτες | τα | αρετσίνωτα |
| γενική | των | αρετσίνωτων | των | αρετσίνωτων | των | αρετσίνωτων |
| αιτιατική | τους | αρετσίνωτους | τις | αρετσίνωτες | τα | αρετσίνωτα |
| κλητική | αρετσίνωτοι | αρετσίνωτες | αρετσίνωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρετσίνωτος < α- + ρετσινώνω + -τος[1] < ρετσίνι < μεσαιωνική ελληνική ρετσίνη / ῥητζίνη < αρχαία ελληνική ῥητίνη
Επίθετο
αρετσίνωτος, -η, -ο
- που δεν περιέχει ρετσίνι
- (ουσιαστικοποιημένο) αρετσίνωτο: κρασί που δεν περιέχει ρετσίνι
Αντώνυμα
- ρετσινάτος
- ρετσινωμένος
Μεταφράσεις
- αρετσίνωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.