ρετσινάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρετσινάτος η ρετσινάτη το ρετσινάτο
      γενική του ρετσινάτου της ρετσινάτης του ρετσινάτου
    αιτιατική τον ρετσινάτο τη ρετσινάτη το ρετσινάτο
     κλητική ρετσινάτε ρετσινάτη ρετσινάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρετσινάτοι οι ρετσινάτες τα ρετσινάτα
      γενική των ρετσινάτων των ρετσινάτων των ρετσινάτων
    αιτιατική τους ρετσινάτους τις ρετσινάτες τα ρετσινάτα
     κλητική ρετσινάτοι ρετσινάτες ρετσινάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρετσινάτος < ρετσίνα + -άτος

Επίθετο

ρετσινάτος

  1. που έχει ή περιέχει ρετσίνι
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ρετσινάτο: κρασί που περιέχει ρετσίνι
     αντώνυμα: αρετσίνωτο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.