αρετσίνωτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρετσίνωτο | τα | αρετσίνωτα |
| γενική | του | αρετσίνωτου | των | αρετσίνωτων |
| αιτιατική | το | αρετσίνωτο | τα | αρετσίνωτα |
| κλητική | αρετσίνωτο | αρετσίνωτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρετσίνωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αρετσίνωτος < α- + ρετσινώνω + -τος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρετσίνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.