ρετσινάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρετσινάς οι ρετσινάδες
      γενική του ρετσινά των ρετσινάδων
    αιτιατική τον ρετσινά τους ρετσινάδες
     κλητική ρετσινά ρετσινάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρετσινάς < ρετσίν(ι) + -άς

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾe.t͡siˈnas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρετσινάς

Ουσιαστικό

ρετσινάς αρσενικό

Συγγενικά

επώνυμα:

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ρετσινάς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.