ημιδιάφανος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιδιάφανος η ημιδιάφανη το ημιδιάφανο
      γενική του ημιδιάφανου της ημιδιάφανης του ημιδιάφανου
    αιτιατική τον ημιδιάφανο την ημιδιάφανη το ημιδιάφανο
     κλητική ημιδιάφανε ημιδιάφανη ημιδιάφανο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιδιάφανοι οι ημιδιάφανες τα ημιδιάφανα
      γενική των ημιδιάφανων των ημιδιάφανων των ημιδιάφανων
    αιτιατική τους ημιδιάφανους τις ημιδιάφανες τα ημιδιάφανα
     κλητική ημιδιάφανοι ημιδιάφανες ημιδιάφανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ημιδιάφανος < ημιδιαφανής + -ος

Επίθετο

ημιδιάφανος, -η, -ο



Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.