ρετσινόλαδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρετσινόλαδο τα ρετσινόλαδα
      γενική του ρετσινόλαδου των ρετσινόλαδων
    αιτιατική το ρετσινόλαδο τα ρετσινόλαδα
     κλητική ρετσινόλαδο ρετσινόλαδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρετσινόλαδο < ρετσίνι + -ο- + λάδι + -ο ((μεταφραστικό δάνειο) (ιταλικά) olio di ricino)

Ουσιαστικό

ρετσινόλαδο ουδέτερο

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.