ρετσινόλαδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρετσινόλαδο | τα | ρετσινόλαδα |
| γενική | του | ρετσινόλαδου | των | ρετσινόλαδων |
| αιτιατική | το | ρετσινόλαδο | τα | ρετσινόλαδα |
| κλητική | ρετσινόλαδο | ρετσινόλαδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ρετσινόλαδο ουδέτερο
- φυτικό έλαιο που παράγεται από το τροπικό φυτό Ρίκινος ο Κοινός και το χρησιμοποιούμε σαν καθαρτικό ή στην παρασκευή σαπουνιών, λιπαντικών, βαφών, αρωμάτων κ.ά.
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- Τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; : για πράγματα άσχετα μεταξύ τους
Μεταφράσεις
ρετσινόλαδο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.