ρετσίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρετσίνα | οι | ρετσίνες |
| γενική | της | ρετσίνας | των | ρετσινών |
| αιτιατική | τη | ρετσίνα | τις | ρετσίνες |
| κλητική | ρετσίνα | ρετσίνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρετσίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρετσίνη < αρχαία ελληνική ῥητίνη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾeˈt͡si.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐τσί‐να
Ουσιαστικό
ρετσίνα θηλυκό
- είδος λευκού κρασιού που έχει πάρει άρωμα από ρετσίνι
- [Ή]πια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα χτες, για να ξεχάσω. [2]
- (σπάνιο) πηχτό υγρό που εκκρίνουν κωνοφόρα και άλλα δέντρα
- φθηνό ελληνικό βαμβακερό ύφασμα
- Οι ρετσίνες λοιπόν, τα υφάσματα του [Θεόδωρου] Ρετσίνα, έγιναν περιζήτητα, ειδικά μάλιστα από την ακαδημαϊκή κίνηση του 1888 και μετά. (Από το Διαδίκτυο)
- παντελόνι φτιαγμένο από φθηνό ελληνικό βαμβακερό ύφασμα (συνήθως στον πληθυντικό αριθμό)
- Φόρεσε την παλιά του ρετσίνα κι έφυγε για τη δουλειά.
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ρετσίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Κωστής Μοσκώφ, «Γεννήθηκα την Εποχή του Χαλκού», Ποιήματα, Αθήνα 1987
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.