βερνίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βερνίκι τα βερνίκια
      γενική του βερνικιού των βερνικιών
    αιτιατική το βερνίκι τα βερνίκια
     κλητική βερνίκι βερνίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βερνίκι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βερενίκιον < πόλη Βερενίκη της Κυρηναϊκής < όνομα της βασίλισσας Βερονίκης / Βερνίκης / Φερενίκης < φέρω + νίκη
Μαύρο βερνίκι παπουτσιών.
Βερνίκια νυχιών.

Προφορά

ΔΦΑ : /verˈni.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βερνίκι

Ουσιαστικό

βερνίκι ουδέτερο

  1. ουσία που χρησιμοποιείται στην επίστρωση διάφορων επιφανειών, για να προσδώσει λάμψη, προστασία από φθορές ή και χρώμα
    • βερνίκι για τα έπιπλα
    • βερνίκι νυχιών
    • βερνίκι παπουτσιών
  2. (μεταφορικά) η εξωτερική λάμψη, η οποία όμως αποκρύπτει τα αρνητικά χαρακτηριστικά κάποιου ανθρώπου ή κατάστασης

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.