ρεμετζάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεμετζάρισμα τα ρεμετζαρίσματα
      γενική του ρεμετζαρίσματος των ρεμετζαρισμάτων
    αιτιατική το ρεμετζάρισμα τα ρεμετζαρίσματα
     κλητική ρεμετζάρισμα ρεμετζαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεμετζάρισμα < ρεμετζάρ(ω) + -ισμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾe.meˈtza.ɾi.zma/

Ουσιαστικό

ρεμετζάρισμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.